- κρατημάρα
- ηπαράλυση των άκρων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρατημάρα — η (Μ κρατημάρα) [κρατημός] παράλυση νεοελλ. παροιμ. «με το στόμα μπάρδα μπάρδα, με τα χέρια κρατημάρα» μίλα όσο θέλεις, αλλά μη χειρονομείς … Dictionary of Greek